παπαδοκρατία

παπαδοκρατία
η господство церкви, клерикализм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παπαδοκρατία" в других словарях:

  • παπαδοκρατία — η [παπαδοκρατούμαι] η απόλυτη και καταθλιπτική κυριαρχία τού κλήρου πάνω στον λαό, κληρικοκρατία …   Dictionary of Greek

  • παπαδοκρατία — η η αποφασιστική κυριαρχία του κλήρου πάνω στο λαό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπαδοκρατούμαι — βρίσκομαι κάτω από την απόλυτη εξουσία του κλήρου, την παπαδοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»